σωλήνωση

σωλήνωση
η
σύνολο σωλήνων μιας εγκατάστασης ή τοποθέτηση σωλήνων: Πέρασαν τις σωληνώσεις στην οικοδομή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σωλήνωση — η, Ν [σωληνώνω] 1. τεχνολ. σύνολο διαδοχικά τοποθετημένων σωλήνων έτσι ώστε αυτοί να αποτελούν μια συνεχή κοίλη γραμμή μεταφοράς ενός ρευστού ή ένα μέσο εξωτερικής προστασίας καλωδίων 2. τεχνολ. η τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης και αποχέτευσης σε… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… …   Dictionary of Greek

  • εξαεριστήρας — Συσκευή που χρησιμοποιείται είτε για να δημιουργεί τεχνητή κίνηση του αέρα ή άλλων αερίων, είτε για τη μεταφορά στερεών υλών που έχουν κονιοποιηθεί (πριονίδια, αιθάλη κλπ.). Αποτελείται από έναν κινητήρα, έναν περιστρεφόμενο μηχανισμό στερεωμένο… …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • ποτίστρα — η, ΝΜΑ, και ποτιστρέα, Α 1. μέρος όπου πίνουν νερό τα ζώα 2. σκάφη για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. το ποτιστήρι αρχ. 1. σωλήνωση για τη μεταφορά νερού σε οικία 2. εγκατάσταση για την άρδευση τών αγρών, υδραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτίζω + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • πυρκαγιά — Παλιά γραφή πυρκαϊά. Φαινόμενο καύσης περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο, το οποίο προκαλεί ζημιές σε κτίρια, αποθήκες υλικών, δάση, μεταφορικά μέσα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η καύσιμη ύλη που τροφοδοτεί την π. είναι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”